σιδηροπώλης

σιδηροπώλης
ο, ΝΑ
ο πωλητής σιδήρου ή σιδερένιων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδηροπῶλαι — σιδηροπώλης ironmonger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • σιδεράς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.), στην επαρχία Κοζάνης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (29 τ. χλμ.,318κάτ.). * * * ο, Ν [σίδερο] 1. πωλητής σιδερικών, σιδηροπώλης 2. τεχνίτης που κατασκευάζει ή διορθώνει σιδερένια… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης σιδερένιων και, γενικά, μεταλλικών σκευών και εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. σιδηροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”